- ὑπεκκαθαίρεται
- ὑπό-ἐκκαθαίρωcleanse outpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεκκαθαίρω — Α (συν. το παθ.) ὑπεκκαθαίρομαι καθαρίζομαι από κάτω («ἢν συλλάβῃ τὴν γονὴν καὶ κυήσῃ, ὑπεκκαθαίρεται», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκκαθαίρω «καθαρίζω εντελώς»] … Dictionary of Greek